ΤΣΙΧΙΣΤΖΒΑΡΙ - ΜΙΑ ΜΙΚΡΗ ΕΛΛΑΔΑ ΣΤΗΝ ΚΑΡΔΙΑ ΤΗΣ ΓΕΩΡΓΙΑΣ


ΚΑΡΤ ΠΟΣΤΑΛ ΑΠΟ ΤΗ ΓΕΩΡΓΙΑ #8

Αναζητώντας τα ίχνη της ιστορίας. Ξεθωριασμένα, αλλά πάντα υπαρκτά στην πλάτη των καιρών. Μια μικρή, σχεδόν ασήμαντη για τους περισσότερους, κουκκίδα στον μεγεθυμένο ηλεκτρονικό χάρτη ήταν εκείνη τη μέρα ο προορισμός μας. Είχαμε προετοιμαστεί για μια διαδρομή δύσκολη που βαθιά μέσα μου είχα την ελπίδα να μας αποζημιώσει.

Κάμποσο καιρό πριν, όταν το ταξίδι αυτό στη Γεωργία άρχισε να αποκτά σχήμα και εικόνα στο μυαλό μου, περνούσα ώρες βυθισμένος σε βιβλία και κείμενα ιστορίας. Ακολουθούσα με δέος και σεβασμό τους δρόμους των Ελλήνων από την προγονική γη του Πόντου στις νέες πατρίδες που φιλόξενα τους δέχθηκαν μετά τους αλλεπάλληλους διωγμούς των Τούρκων και τη γενοκτονία κατά τη δεκαετία 1914 - 1923. Η Γεωργία, μέρος τότε της Ρωσίας, που μετά τη συνθήκη του Κιουτσούκ Καϊναρτζή θεωρούνταν προστάτιδα δύναμη για τους χριστιανούς της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ιδιαιτέρως για τους Έλληνες, έγινε νέα μητέρα για χιλιάδες Πόντιους που βρήκαν εκεί ασφάλεια και δημιούργησαν νέες κραταιές κοινότητες.


Συχνά στις αναζητήσεις μου συναντούσα αναφορές στο Τσιχιστζβάρι, ως ένα χωριό σημαντικό τόσο σαν κρίκος στη μεγάλη αλυσίδα της παρουσίας των Ελλήνων στη Γεωργία, όσο και σαν ένα από τα λίγα σημεία στη χώρα με σχετικά "συμπαγή" ελληνόφωνο πληθυσμό σήμερα. Ζήτησα από τους Γεωργιανούς φίλους μου να πάμε ως εκεί, δίχως να είμαι σίγουρος για το τι να περιμένω. Ίσως κάποια εκκλησία, σκεφτόμουν, ερειπωμένα σπίτια, επιγραφές, ή πιθανότερα, μνήματα με ελληνικά ονόματα πάνω στις μαρμάρινες πλάκες. Τόσο η απόσταση όσο και η διαδρομή, έδωσαν την ευκαιρία για να καλέσουμε άλλους δύο φίλους μαζί μας· αν μη τι άλλο, ασχέτως του τι απ' όσα ήθελα να δω εκεί τελικά θα έβλεπα, θα ήταν σίγουρα μια απολαυστική εκδρομή.



Από την Τιφλίδα κατευθυνθήκαμε δυτικά και μετά από περίπου δυόμιση ώρες, αφού περάσαμε τις, καταπράσινες και ξακουστές για τα νερά τους, περιοχές του Μπορτζόμι και του Μπακουριάνι, βγήκαμε από τον εθνικό δρόμο δεξιά σε έναν δασικό χωματόδρομο. Στο τέλος αυτού του δύσκολου σε πολλά σημεία δρόμου, το Τσιχιστζβάρι μας περίμενε στο μέσο μιας μεγάλης πεδιάδας στη σκιά των βουνών της οροσειράς Τριαλέτι. Και ενώ άφηνα το βλέμμα μου να πετάξει νοητά πάνω απ' το υπέροχο τοπίο της περιοχής, το χωριό που μόλις μας υποδεχόταν θα μας καλωσόριζε με ένα πρώτο μεγάλο δώρο – μεγαλύτερο για μένα. Λίγο πριν περάσουμε τα πρώτα σπίτια, μια μεγάλη πινακίδα με το όνομα Τσιχιστζβάρι γραμμένο σε τρεις γλώσσες, Γεωργιανά, Αγγλικά και Ελληνικά. Ελληνικά! Και ακριβώς από κάτω, μόνο στα Ελληνικά, η φράση "καλώς ήρθατε". Η φωνή που έβγαλα από τη μεγάλη έκπληξη μόλις αντίκρισα την πινακίδα, ανάγκασε τον Ζούρα να σταματήσει για λίγο το αυτοκίνητο. Οι Γεωργιανοί φίλοι, που δεν γνώριζαν την ύπαρξη και την ιστορία του συγκεκριμένου χωριού, έκπληκτοι και αυτοί όσο κι εγώ, απορούσαν, με ρωτούσαν, χαίρονταν κι εκείνοι με τη χαρά μου.



Με ανανεωμένο πια το ενδιαφέρον και τις ελπίδες για περισσότερα ευρήματα μέσα στο χωριό, μπήκαμε στο Τσιχιστζβάρι που, παράξενα ήσυχο, έμοιαζε να παίρνει νωρίς τον μεσημεριανό του ύπνο. Οι χωμάτινοι δρόμοι ήταν άδειοι και στα σπίτια δεν βλέπαμε ίχνος ανθρώπινης δραστηριότητας. Προχωρούσαμε με αργή ταχύτητα προσπαθώντας να εντοπίσουμε κάποιο κεντρικό σημείο του χωριού, την εκκλησία, κάποιο μαγαζί ή ένα καφενείο, όπου θα μπορούσαμε να συναντήσουμε κάποιον και να πάρουμε πληροφορίες. Δευτερόλεπτα αργότερα, εμφανίζεται από ένα σπίτι μπροστά μας ένας άνδρας. Ο Ζούρα τον πλησιάζει με το αυτοκίνητο και έχουν έναν σύντομο διάλογο. Απ' ότι μου εξήγησε αργότερα, ο άνδρας παραξενεμένος που πέντε άτομα αποφάσισαν μια εκδρομή εκεί απ' την Τιφλίδα, ρώτησε τον Ζούρα πώς και σκεφτήκαμε να επισκεφθούμε το Τσιχιστζβάρι. Ο Ζούρα, δείχνοντας εμένα, είπε στον άνδρα ότι είμαι Έλληνας και πως εγώ είχα ζητήσει να δω το χωριό του. Τότε ο άνδρας έσκυψε και μου έριξε μια προσεκτική ματιά μέσα από το παράθυρο του οδηγού. "Ήρθες από την Ελλάδα;" μου είπε ξαφνικά στα Ελληνικά, συγκινημένος με ένα χαμόγελο που έκανε αστραπιαία το πρόσωπό του να λάμψει.

Δε χρειάστηκε σ' εκείνο το σημείο να πούμε και πολλά. Ο κύριος Γιώργος, αυτό είναι το όνομά του, μας υπέδειξε ένα σημείο να σταθμεύσουμε το αυτοκίνητο και αφού κατεβήκαμε και χαιρετήθηκε με όλους τους φίλους, μας κάλεσε στο σπίτι του για να μας κεράσει καφέ, φυσικά ελληνικό καφέ. Στο όμορφο μικρό σπίτι, μας καλωσόρισε -ενθουσιασμένη και επίσης συγκινημένη μόλις ειδοποιήθηκε πώς έχει μουσαφίρη από την πατρίδα- η γλυκύτατη μητέρα του κυρίου Γιώργου, μια γυναίκα που έμοιαζε να κουβαλά στο βλέμμα και το κουρασμένο της κορμί, σαν παράσημα ζωής όμως και όχι σαν βάρη από τα χρόνια, όλες τις μνήμες της δραματικής ιστορίας του ξεριζωμού των Ελλήνων του Πόντου.


Καθίσαμε γύρω από το στρογγυλό τραπέζι στο σαλονάκι του σπιτιού, ενώ ο Γιώργος μου έδειχνε με χαρά τα ελληνικά κανάλια που δορυφορικά πιάνει στην τηλεόρασή του. Τριγύρω πολλές φωτογραφίες, κάποιες ασπρόμαυρες, των ιερών προγόνων. Είχα πολλές ερωτήσεις, είχαν κι οι δυο να μοιραστούν μαζί μας περισσότερες εμπειρίες και αναμνήσεις. Ο κύριος Γιώργος, έχοντας αναλάβει και το ρόλο του διερμηνέα, εξηγούσε στους Γεωργιανούς φίλους όσα εμείς λέγαμε στα Ελληνικά και απαντούσε με θέρμη και στις δικές τους πολλές ερωτήσεις για την ιστορία αυτής της μικρής Ελλάδας μέσα στη χώρα τους. Ήταν ένα ολοζώντανο μάθημα ιστορίας για όλους μας.

Μόλις ο καφές άδειασε απ' τα φλιτζάνια μας, είχε έρθει η ώρα να περιηγηθούμε στο Τσιχιστζβάρι και να το γνωρίσουμε με τον τρόπο που μόνο ένας ντόπιος θα μπορούσε να μας προσφέρει.


Ίσως να ήταν ιδέα μου, αλλά όταν βγήκαμε από το σπίτι του κυρίου Γιώργου για να κάνουμε τη βόλτα μας στο χωριό, μού φαινόταν σαν να είχε αλλάξει εντελώς εικόνα η μέρα. Άλλος καιρός, άλλη ατμόσφαιρα, άλλος αέρας. Είναι μάλλον αυτό το ακατανόητα μαγικό που συμβαίνει όταν αισθάνεσαι τα πράγματα πιο οικεία, πιο δικά σου πια, εκείνα σου προσφέρουν ένα άλλο τους πρόσωπο, σε παίρνουν κι αυτά με άλλο μάτι ή στο κλείνουν σαν ωραίο διακριτικό φλερτ που μόλις ανθίζει. Και πρέπει να παραδεχτώ πως αυτή είναι μια αίσθηση που δεν την έχω μόνο για το Τσιχιστζβάρι, αλλά συνολικά για την εμπειρία μου στη Γεωργία. Ένα φλερτ, διακριτικό και μάλλον φοβισμένο στην αρχή, που με τον καιρό εξελίσσεται σε φλογισμένο έρωτα.

Πρώτος μας σταθμός ήταν η εκκλησία των Αγίων Θεοδώρων, ίσως το σημαντικότερο σημείο του χωριού, σύμφωνα με τον κύριο Γιώργο. Χτισμένος δίπλα σε έναν βραχώδη λοφίσκο όπου βρίσκεται χωριστά το καμπαναριό του και επιβλέπει από ψηλά όλο το χωριό, ο ναός, στέκει όμορφος, απλός και ταπεινός στο σχήμα και την κατασκευή. Είναι εκεί που οι πρώτοι Έλληνες πρόσφυγες που εγκαταστάθηκαν στο Τσιχιστζβάρι φώλιασαν τις ελπίδες τους για μια ζωή καλύτερη, μακριά από διωγμούς και μίση. Είναι αυτή η εκκλησία που έχτισαν για να ευχαριστήσουν τον Θεό που βοηθήθηκαν, που σώθηκαν, που βρήκαν τη φιλόξενη γη που ονειρεύονταν, όπως και ο ταλαιπωρημένος λαός του Μωυσή τη γη της επουράνιας επαγγελίας.


Ο κύριος Γιώργος άνοιξε την σιδερένια καγκελόπορτα με την ελληνική επιγραφή και τον βυζαντινό δικέφαλο αετό και φτάσαμε στην κλειστή ξύλινη πόρτα του ναού με τους τέσσερις σκαλιστούς σταυρούς. Μπροστά απ' την είσοδο, στη μάντρα που οριοθετεί το χώρο της εκκλησίας, κυμάτιζαν μαζί δυο σημαίες, η γεωργιανή και η ελληνική, σκισμένες κι οι δυο σε πολλά σημεία, ταλαιπωρημένες σαν τους δυο λαούς που η μοίρα τους έφερε τόσο πολλές φορές κοντά, όπως κοντά έβλεπα τις δυο εκείνες σημαίες να ακολουθούν μαζί τις προσταγές του ανέμου. Για κακή μας τύχη, ο άνθρωπος που κρατούσε τα κλειδιά της εκκλησίας δεν ήταν εκείνη την ώρα στο χωριό κι έτσι στάθηκε αδύνατο να μπούμε στο εσωτερικό και να θαυμάσουμε τις παλιές εικόνες και τις αγιογραφίες. Θα πηγαίναμε στον πλαϊνό λοφίσκο με το καμπαναριό, όμως καθώς βγαίναμε από τον περίβολο, την προσοχή μου τράβηξε μια πινακίδα στην αριστερή της εισόδου κάθετη πλευρά του ναού. “150 χρόνια από την μετανάστευση των Ελλήνων-Ρωμαίων της περιφέρειας Τραπεζούντας στο χωριό Τσιχιστζβάρι της Γεωργίας, 1861-2011”, έγραφε στα ελληνικά και στα γεωργιανά, τιμώντας μια ιστορική επέτειο που απ' ότι έμαθα γιορτάστηκε μεγαλοπρεπώς στο χωριό.



Αμέσως μετά, κατευθυνθήκαμε παραδίπλα. Ανεβήκαμε προσεκτικά τα λαξευμένα στην πέτρα σκαλοπάτια και βρεθήκαμε στο καμπαναριό, μικρό αλλά επιβλητικό κι αυτό, όπως και η εκκλησία. Το σημείο προσέφερε την ευκαιρία για μια πλήρη πανοραμική θέα του χωριού, των γύρω εκτάσεων αλλά και των βουνών στο βάθος, με τις χιονισμένες κορυφές να συμπληρώνουν ένα σκηνικό βγαλμένο, λες, από ακριβό φωτογραφικό λεύκωμα. Δίπλα στο καμπαναριό, ένας μεγάλος ανοιχτόχρωμος μεταλλικός σταυρός στερεωμένος στην πέτρα. Κατά τον κύριο Γιώργο, αυτός ο σταυρός είναι που έδωσε το όνομα στο χωριό – τσίχις στα γεωργιανά είναι το κάστρο και τζβάρι σημαίνει σταυρός, δε γνωρίζω για ποιο λόγο ο λοφίσκος αυτός ονομάστηκε κάστρο, ίσως απλά επειδή είναι το ψηλότερο σημείο του χωριού και πάντα σε τέτοια ψηλά σημεία χτίζονταν τα κάστρα στις πολιτείες.


Κάτω ακριβώς από τον λόφο του καμπαναριού, σε κοντινή απόσταση από τους Αγίους Θεοδώρους, δεσπόζει το σχολείο του Τσιχιστζβάρι, ένα κτήριο που πρόσφατα ανακαινίστηκε με κεφάλαια του προγράμματος Hellenic Aid του ελληνικού Υπουργείου Εξωτερικών – κάτι για το οποίο απ' ότι κατάλαβα οι κάτοικοι είναι ιδιαίτερα χαρούμενοι και υπερήφανοι. Στο σχολείο τα μαθήματα γίνονται στα γεωργιανά, στα ρώσικα και κατ' επιλογήν στα ελληνικά για όσους μαθητές το επιθυμούν. Παρήγορο είναι ότι, όπως μου απάντησε ο κύριος Γιώργος, τα παιδιά θέλουν να μαθαίνουν ελληνικά, έστω και σαν μια γλώσσα που την αντιμετωπίζουν ως ένα μνημείο της οικογενειακής τους παράδοσης περισσότερο, παρά ως ένα εργαλείο που θα τους χρησιμεύσει στη ζωή τους στη Γεωργία, εκτός βέβαια κι αν έχουν αποφασίσει πως κάποτε θα μετοικίσουν στην Ελλάδα.

Φεύγοντας από το σχολείο, αρχίσαμε να περπατάμε αργά μέσα στα δρομάκια του χωριού, χαζεύοντας τα φτωχικά αλλά μεγάλα χωριάτικα σπίτια με τις εξίσου μεγάλες αυλές και συζητώντας για τη δύσκολη καθημερινότητα στο Τσιχιστζβάρι. Από δίπλα μας, περνούσε που και που κάποιο αγροτικό αυτοκίνητο και συχνότερα αγελάδες που έκαναν κι αυτές τη βόλτα τους ελεύθερες – μια εικόνα που συναντά κανείς πολύ συχνά στις επαρχιακές περιοχές της Γεωργίας. Ο κύριος Γιώργος δεν παρέλειπε να μας συστήνει με χαρά σε όποιον συναντούσαμε στο δρόμο μας, ενώ κάτι που μου έκανε ιδιαίτερη εντύπωση και με συγκίνησε είναι πως σχεδόν όσοι έτυχε να συναντήσουμε ή να ακούσουμε ενώ προχωρούσαμε, χαιρετιόνταν και μιλούσαν μεταξύ τους περισσότερο στα ελληνικά.



Όταν μετά από κάμποση ώρα βρεθήκαμε ξανά έξω από το σπίτι του κυρίου Γιώργου και καταλάβαμε πως έφτανε η ώρα που θα φεύγαμε από το όμορφο Τσιχιστζβάρι, μια περίεργη, απόκοσμη ησυχία απλώθηκε ξαφνικά στην παρέα. Έπιασα το βλέμμα όλων να προσπαθεί να δραπετεύσει έστω για λίγο ακόμα δεξιά κι αριστερά, να προσπαθεί να ρουφήξει περισσότερες εικόνες, να τις πάρει μαζί πίσω στην πόλη, ενθύμια ενός όμορφου τόπου με όμορφους ανθρώπους. Δώσαμε τα χέρια με τον κύριο Γιώργο, αγκαλιαστήκαμε και ευχηθήκαμε να μας αξιώσει ο Θεός κάποια μέρα ν' ανταμώσουμε ξανά, να ξαναπιούμε καφέ, να ξανακάνουμε μια βόλτα στο χωριό.

Φεύγοντας, το Τσιχιστζβάρι μας επιφύλασσε μια τελευταία έκπληξη, έπρεπε κι αυτό να μας αποχαιρετήσει. Στην πίσω όψη της πινακίδας που όταν ερχόμασταν είδαμε γραμμένο το όνομα του χωριού σε τρεις γλώσσες, υπήρχε γραμμένη μια ευχή, στα γεωργιανά και στα ελληνικά. “Καλή δρομιά”, δηλαδή καλό δρόμο, στην ξεχωριστή διάλεκτο των Ποντίων. Ξανά επιφωνήματα έκπληξης και χαράς, ξανά στάση για φωτογραφίες.


“Καλή δρομιά”... και πώς να μην είναι καλή, μετά από μια μέρα που μας πλημμύρισε συναισθήματα και συγκινήσεις.

Διαβάστε επίσης: 
Καρτ ποστάλ #3 - Σβετιτσχόβελι - Ο ναός του Ζωοδότη Στύλου