ΒΑΡΤΖΙΑ - Η ΛΑΞΕΥΤΗ ΠΟΛΗ ΤΩΝ ΣΠΗΛΑΙΩΝ


ΚΑΡΤ ΠΟΣΤΑΛ ΑΠΟ ΤΗ ΓΕΩΡΓΙΑ #6

Είχαμε πάρει ξανά τους δρόμους και τα βουνά. Για ένα τριήμερο σχεδόν, χρησιμοποιούσαμε ως βάση το σπίτι του Ντάτο, ενός καλού φίλου του Ζούρα και του Γκιόργκι, στο Αμπαστουμάνι, μια μικρή και ήσυχη πόλη χτισμένη σε μεγάλο υψόμετρο στα εντυπωσιακά βουνά της περιοχής του Μετσχέτι, κοντά στα σύνορα με την Τουρκία. Με είχαν προετοιμάσει λέγοντάς μου ότι θα με πήγαιναν σε ένα από τα πιο σημαντικά και εντυπωσιακά μνημεία που μπορεί κανείς να επισκεφθεί στη Γεωργία και οι πρώτες εικόνες που είχα φροντίσει να βρω το επιβεβαίωναν.
Βάρτζια. Μια ολόκληρη μεσαιωνική πόλη από σπηλιές, λαξευμένες στο σώμα ενός μικρού απόκρημνου βουνού πλάι στον ποταμό Μτκβάρι – πάλι ο ποταμός Μτκβάρι, πάλι η δική του πορεία, ο τρίτος φίλος και ξεναγός μου στη Γεωργία. Διαβάζοντας αρχικά αυτό, το μυαλό μου, ξεχνώντας τις βασικές πληροφορίες, δημιουργούσε από μόνο του μια εικόνα σχεδόν απόκοσμη, δημιουργούσε ιστορία, δημιουργούσε ζωή. Ένας κόσμος ολόκληρος που ζούσε έξω απ' τον κόσμο, απομονωμένος, κρυμμένος καλά μέσα σε ένα τεράστιο κουκούλι από πέτρα. Σκηνικό επικής ταινίας, απ' αυτά που σπάνια μυαλό μπορεί να συλλάβει.

Πέτρα. Όσο πλησιάζαμε τη μέρα εκείνη στη Βάρτζια, όσο φτάναμε πιο κοντά, τόσο πιο πέτρινο, αυστηρό και απειλητικό γινόταν το τοπίο που αντικρίζαμε, παρά το πανταχού παρών πράσινο. Λες και η περιοχή αυτή επιλέχτηκε επίτηδες για να φοβίζει και να ξορκίζει ορατούς κι αόρατους εχθρούς. Θα μπορούσε ο ουρανός να είναι γεμάτος γκρίζα σύννεφα, θα μπορούσε να έχει ίσως ομίχλη ή να βρέχει κιόλας και όλα να είναι ταιριαστά, η μέρα όμως ήταν όμορφη, λαμπερή και ζεστή. Η αντίθεση αυτή μεγάλωνε την επιθυμία που γεννούσε το παλλόμενο δέος και η δυνατή ιστοριοδιφική περιέργεια, μια περιέργεια που εκφράστηκε μέσα από θεόρατα “πώς” και “γιατί” στην πρώτη μακρινή θέα της Βάρτζια.


12ος αιώνας. Στα χρόνια της βασιλείας του Γεωργίου Γ' η Γεωργία μπαίνει στην -κατά κοινή ομολογία- πιο λαμπρή περίοδο της ιστορίας της. Επιστήμες, τέχνες και γράμματα ανθούν μέσα σε ένα περιβάλλον ευδαιμονίας. Τα χρόνια της ακμής συνεχίζονται και την περίοδο που στο θρόνο ανεβαίνει η κόρη του Γεωργίου, Ταμάρ, που ήδη συγκυβερνά με τον πατέρα της το βασίλειο από νεαρή ηλικία. Όμως η ζωή σπάνια δίνει κάτι δίχως το απαραίτητο αντίβαρο. Οι Μογγόλοι επιβουλεύονται την ευλογημένη από τη φύση και σημαντική στρατηγικά περιοχή του Καυκάσου, όπως έκαναν και τόσοι άλλοι πριν και μετά από αυτούς. Από την περίοδο του Γεωργίου Γ', η περιοχή της Βάρτζια, κοντά στην πόλη Ανσπίντζα, είχε επιλεγεί για να κατασκευαστεί ένας ιερός τόπος προσκυνήματος, ήταν όμως η Ταμάρ που μετά το θάνατο του πατέρα της αποφάσισε να επεκτείνει και να ενισχύσει το έργο, διαμορφώνοντας εκεί μια ολόκληρη μοναστική πολιτεία, λαξευμένη όλη στο εσωτερικό του βουνού Ερουσέλι. Από διορατικότητα και βαθιά πίστη, η Ταμάρ, υπό το φόβο και της εξωτερικής απειλής, έκανε το σύμπλεγμα της Βάρτζια όχι μόνο ένα σημαντικό μοναστήρι που θα εξασφάλιζε την απαραίτητη απομόνωση για τους μοναχούς, αλλά ουσιαστικά μια υπόγεια πόλη, έτοιμη να λειτουργήσει αν χρειαστεί σαν κιβωτός για τον πολιτισμό και την κουλτούρα ενός ολόκληρου λαού.


Την κύρια υπόγεια πόλη, μαζί με άλλες κατασκευές στην ευρύτερη περιοχή, αποτελούσαν συνολικά περίπου 6.000 διαμερίσματα, διαμορφωμένα σε 13 επίπεδα, όλα συνδεδεμένα μεταξύ τους με στοές και στενά τούνελ. Για να αντιληφθεί κάποιος το μέγεθος του τιτάνιου, ακόμα και με τα σημερινά δεδομένα, έργου, αρκεί να πούμε πως σύμφωνα με κάποιες πηγές, όταν η πόλη ολοκληρώθηκε είχε τη δυνατότητα, εκτός από τους μοναχούς, να φιλοξενήσει 50.000 κατοίκους! Καρδιά της πολιτείας ήταν η εκκλησία αφιερωμένη στην Κοίμηση της Θεοτόκου με αγιογραφίες εξαιρετικής τέχνης πολλές από τις οποίες σώζονται έως σήμερα, ενώ εκτός από τις κατοικίες, η πόλη περιελάμβανε μεταξύ άλλων κελάρια αποθήκευσης κρασιού, φούρνους και μαγειρεία, βιβλιοθήκη, φαρμακείο, λουτρά, αίθουσα θρόνου, νεκροταφείο και κάμποσες άλλες μικρότερες εκκλησίες. Οι κατασκευαστές είχαν φροντίσει επίσης να δημιουργήσουν και ένα πλήρες δίκτυο ύδρευσης και αποχέτευσης, παίρνοντας νερό από μια φυσική πηγή μέσα στο βουνό. Μοναδική είσοδος και έξοδος που συνέδεε την πόλη με τον έξω κόσμο, ήταν μια μεγάλη κάθετη στοά που έβγαζε κάπου στην όχθη του Μτκβάρι. Υπάρχει, μάλιστα και ένας όμορφος θρύλος για την προέλευση του ονόματος Βάρτζια που μου διηγήθηκαν εκεί. Σύμφωνα με αυτόν, μία από τις πρώτες φορές που πήγε εκεί με τον πατέρα της, η Ταμάρ, χάθηκε μέσα στις υπόγειες στοές. Ο πατέρας της φώναζε “πού είσαι;” για να μπορέσει να την εντοπίσει και η νεαρή Ταμάρ του απαντούσε “ak var dzia” - δηλαδή, “εδώ είμαι”.

Η Βάρτζια, απολύτως καλυμμένη και αόρατη, γλίτωσε τελικά από την επιδρομή των Μογγόλων στη Γεωργία, όμως η φύση είχε άλλα σχέδια γι' αυτήν. Το 1283, μόλις έναν αιώνα μετά την ολοκλήρωσή της, ένας ισχυρότατος σεισμός άνοιξε κυριολεκτικά στα δύο το σκαμμένο βουνό που δεν κατάφερε να αντισταθεί, καταστρέφοντας πάνω από τα δύο τρίτα της πόλης και αποκαλύπτοντας έτσι για πρώτη φορά σε κοινή θέα τις σπηλιές και της στοές της. Παρά την τρομερή καταστροφή, η μοναστική κοινότητα της Βάρτζια παρέμεινε ενεργή μέχρι το 1551, οπότε και οι μοναχοί εκδιώχθηκαν ή σφαγιάσθηκαν από τους Πέρσες εισβολείς, παραδίδοντας τη μονή στην εγκατάλειψη που εδραιώθηκε στα χρόνια της Οθωμανικής κατοχής.


Σήμερα, η Βάρτζια είναι ολοζώντανη. Μοιάζει πραγματικά αφιλόξενη, με τον ήλιο να χτυπάει πάνω στις πέτρες και να έρχεται κατευθείαν πάνω στα πρόσωπά μας. Θέλει ακόμα να φοβίζει, πάντα ταγμένη να προστατεύει, γι' αυτό φτιάχτηκε. Κι όμως, οι στοές-δρόμοι της είναι γεμάτες κόσμο, οι σπηλιές-σπίτια της δέχονται καθημερινά χαρούμενους επισκέπτες, η βιβλιοθήκη της ταξιδεύει και συγκινεί κι ας μην έχει ούτε ένα βιβλίο στα πέτρινα ράφια της, οι ταπεινές εκκλησίες ακούν τις προσευχές των πιστών. Και οι μοναχοί είναι ξανά εκεί, τα τελευταία χρόνια, η μονή λειτουργεί κανονικά. Δεν πήραμε μαζί μας κανέναν από τους ξεναγούς που προσφέρθηκαν να μας συνοδεύσουν από την είσοδο του χώρου. Αφήσαμε την ίδια την πόλη να διηγηθεί με σιωπές και βαθιές ανάσες την ιστορία της. Όλοι μνημονεύσαμε και θαυμάσαμε αυτούς που κάποτε έζησαν εδώ, αυτούς που ήταν πρόθυμοι να θυσιάσουν την κανονική τους ζωή για να διατηρήσουν πίστη, αξίες και πολιτισμό από τη λαίλαπα των πολέμων, μέσα σε καιρό ειρήνης. Το όραμα σήμερα παραμένει ζωντανό και η Βάρτζια θα μπορούσε, ίσως, να είναι ένα μεγάλο σύμβολο αντίστασης, μια κιβωτός ανθρώπινης θέλησης και πολιτισμικού μεγαλείου.

Διαβάστε επίσης: