ΜΠΑΤΟΥΜΙ - ΤΩΝ ΑΝΤΙΘΕΣΕΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΑΝΑΜΝΗΣΕΩΝ


ΚΑΡΤ ΠΟΣΤΑΛ ΑΠΟ ΤΗ ΓΕΩΡΓΙΑ #7

“Βγάζει η θάλασσα κρυφή φωνή, φωνή που μπαίνει μες στην καρδιά μας και την συγκινεί και την ευφραίνει”, έγραφε σε ένα από τα αποκηρυγμένα ποιήματά του ο Κωνσταντίνος Καβάφης και οι στίχοι αυτοί στριφογύριζαν στο μυαλό μου όσο πλησιάζαμε στο Μπατούμι. Θα συναντούσα επιτέλους τη Μαύρη Θάλασσα, τη θάλασσα της ιστορίας, των μύθων, των δεσμών και της τραγωδίας. Τι τραγούδι θα είχε εκείνη τη μέρα, άραγε, να μας πει το Βαθύ Λιμάνι;

Αποχαιρετήσαμε το Αμπαστουμάνι και ξεκινήσαμε αρχικά νότια για να βρούμε τον εθνικό δρόμο και μετά δυτικά. Κάναμε μια μικρή παράκαμψη για να επισκεφθούμε ένα παλιό μοναστήρι στο Ζάρζμα κι έπειτα συνεχίσαμε ακολουθώντας όχι τον εθνικό, αλλά έναν εξαιρετικά τραχύ και δύσκολο ορεινό δρόμο – χωματόδρομο στο μεγαλύτερο κομμάτι του. Φυσικά διόλου δε μας ένοιαζε, θα παίρναμε τον οποιονδήποτε δρόμο προκειμένου να απολαύσουμε τις αχανείς καταπράσινες και δασωμένες εκτάσεις που από την επαρχία Σάμτσχε-Τζαβαχέτι μας πέρασαν στην Αζαρία (Ατζάρα στα γεωργιανά), μια αυτόνομη περιοχή μέσα στα γεωγραφικά όρια του γεωργιανού κράτους.

Η διαδρομή αυτή, πέρα από τη μαγευτική θέα ήταν από μόνη της μια ξενάγηση στην ιστορία της περιοχής. Περνώντας κοντά από διάφορα χωριά, είδα σε κάποια να δεσπόζουν ψηλοί μιναρέδες που, φυσικά, μαρτυρούσαν την ύπαρξη μουσουλμανικού πληθυσμού. Ρωτώντας, έμαθα πως όταν η περιοχή της Αζαρίας πέρασε στους Τούρκους στις αρχές του 17ου αιώνα, το μεγαλύτερο μέρος των κατοίκων εξισλαμίστηκαν και μέχρι σήμερα, αν και -ιδίως μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης- οι περισσότεροι επέστρεψαν στον χριστιανισμό, διατηρείται ισχυρό μουσουλμανικό στοιχείο στην περιοχή.

Από ένα σημείο κι έπειτα, η διαδρομή και οι τόσες ομορφιές της άρχισαν να αχνοσβήνουν σταδιακά μέσα στις αναμνήσεις που ξυπνούσε η πόλη που μας περίμενε στο τέλος της. Αναμνήσεις; Μη σας κάνει εντύπωση. Είχα τόσα πολλά διαβάσει τους τελευταίους μήνες για το Μπατούμι ανιχνεύοντας τους δρόμους που η ιστορία και οι διάφορες συγκυρίες χάραξαν και επέβαλαν στους Έλληνες του Εύξεινου Πόντου, που σίγουρα είχα ήδη αναμνήσεις απ' αυτή την πόλη κι ας μην την είχα επισκεφθεί. Μετά από ώρες, βράδυ πια, φθάσαμε στο Κβαριάτι, ένα μικρό παραλιακό θέρετρο 15 χιλιόμετρα έξω από το Μπατούμι, κοντά στα σύνορα με την Τουρκία. Θα περνούσαμε τη νύχτα εκεί, σ' ένα μικρό και ήσυχο ξενοδοχείο, και την επόμενη μέρα θα πηγαίναμε ξεκούραστοι να απολαύσουμε την πόλη. Δεν αντιστάθηκα στον πειρασμό να ξεκλέψω λίγο χρόνο από τον ύπνο για να αναζητήσω μερικά ακόμα βίντεο με εικόνες του Μπατούμι, που στη σημερινή Γεωργία έχει εξελιχθεί σε συνώνυμο της τουριστικής και οικονομικής ανάπτυξης.


Το πρωινό με είδε να ρουφώ ανυπόμονα έναν διπλό τούρκικο καφέ και την πραγματικά απίστευτη θέα από το μπαλκόνι του ξενοδοχείου. Είχαμε φθάσει μέσα σε μαύρο σκοτάδι, τίποτα δε με προϊδέαζε για αυτό που θα αντίκριζα μόλις τραβούσα την κουρτίνα. Από τη μια μεριά ο λόφος που ήταν και το ξενοδοχείο, όλος δέντρα που λαμποκοπούσαν στο χάδι του ήλιου κι από την άλλη η θάλασσα, μπλε κι απέραντη να ερωτοτροπεί με τη στενή λωρίδα της ακτής υπακούοντας στις προσταγές του ανέμου. Παίρνοντας την πορεία της ακτής αυτής, βρεθήκαμε επιτέλους νωρίς το μεσημέρι στο Μπατούμι.

Κατεβήκαμε στο Δελφινάριο, απ΄όπου ξεκινάει ένα όμορφο πάρκο με μια μικρή λίμνη στο κέντρο. Ο Ντάτο, που γνώριζε καλύτερα την πόλη, ανέλαβε χρέη ξεναγού καθώς αρχίσαμε να περπατάμε σε διάφορες συνοικίες, ακολουθώντας τη ρότα μεγάλων εμπορικών δρόμων. Ο κοσμοπολίτικος χαρακτήρας του Μπατούμι, ιστορικό στοιχείο ταυτότητας της πόλης, είναι ορατός παντού. Από την αρχιτεκτονική των κτηρίων και τις επιγραφές των καταστημάτων, ως τους ανθρώπους που βλέπεις να περνούν δίπλα σου. Περπατάς σε μια γειτονιά με φτωχά χαμηλά σπίτια ή συνηθισμένες παλιές πολυκατοικίες αυστηρού σοβιετικού τύπου και παρακάτω βρίσκεσαι μπροστά σε εντυπωσιακές μοντέρνες δυτικότροπες κατασκευές ή σε κάποιο κτήριο με κίονες αρχαιοελληνικού ρυθμού. Χαζεύεις τις διακοσμήσεις μιας κλασικής μονοκατοικίας κι αν σηκώσεις το βλέμμα συναντάς την επιβλητική παρουσία ενός πολυτελούς ξενοδοχείου. Βαδίζεις σε μια μεγάλη λεωφόρο και θα ακούσεις ανθρώπους να μιλούν γεωργιανά, τούρκικα, ρώσικα, αζέρικα και περσικά. Ένα μεγάλο, πολύχρωμο μωσαϊκό, ένα πραγματικό σταυροδρόμι.

Σήμα κατατεθέν του σύγχρονου Μπατούμι, οι πανύψηλοι πύργοι με τα χιλιάδες φώτα και ...οι γερανοί. Γερανοί και μπουλντόζες που αλλάζουν μέρα με τη μέρα την εικόνα της πόλης. Έργα, επενδύσεις και μια ανάπτυξη που άλλοι επικροτούν και άλλοι κατακρίνουν – δεν είμαι σίγουρος ποιοι είναι οι περισσότεροι. Ο ποικιλόμορφος τουρισμός αποτελεί μάλλον ένα κερδισμένο στοίχημα για το Μπατούμι, που βλέπει τους επισκέπτες του τα τελευταία χρόνια να έχουν υπερτριπλασιαστεί. Από την άλλη όμως, πολλαπλασιάζονται και οι φωνές που κριτικάρουν την άνιση ανάπτυξη και την εικόνα που κινδυνεύει να πάρει η πόλη.


Όπως και να 'χει, το Μπατούμι είναι μια πόλη που προκαλεί τον επισκέπτη και έχει πολλά να του προσφέρει. Η βόλτα στην ατέλειωτη παραλιακή περατζάδα, τη boulevard όπως τη λένε με τα πολλά εστιατόρια και τα κλαμπ, που καταλήγει στο μεγάλο πάρκο με τα “ρυθμικά συντριβάνια”, ο καφές στην piazza, μια λαμπερή πλατεία γεμάτη ωραία στέκια και κόσμο και μετά η βόλτα στην πλατεία Ευρώπης, με το περίφημο άγαλμα της Μήδειας με το Χρυσόμαλλο Δέρας είναι οι δικές μου καρτ ποστάλ από εκείνη τη μέρα. Μα κρατώ δυο άλλες σαν αγαπημένες μου. Το ηλιοβασίλεμα στην παραλία, με τον ουρανό και τα σύννεφα να παίρνουν φωτιά μέσα σε ένα ξέσπασμα κόκκινων και πορτοκαλί χρωμάτων όσο ο ήλιος βυθιζόταν στον ορίζοντα. Και λίγο μετά, το “Ellada” που διάβασα ξαφνικά στην είσοδο ενός μικρού εστιατορίου και κοκάλωσα. Ένας άνδρας με λευκή ποδιά βγήκε να μας καλωσορίσει, νομίζοντας πως θέλουμε να φάμε. Ο Ντάτο του είπε πως είμαι Έλληνας και τότε ο άνδρας άνοιξε χαρούμενος την αγκαλιά του, μου μίλησε ελληνικά, “όλο το μαγαζί δικό σας” είπε και μας προσκάλεσε να μας κεράσει ό,τι θέλουμε. Αρνήθηκα ευγενικά. Αισθάνθηκα άσχημα που κακοκάρδισα έναν από τους λιγοστούς Έλληνες που ζουν πια στο Μπατούμι, έπρεπε όμως να γυρίσουμε. Και πάλι αγκαλιά, συγκίνηση. Η πρόσκληση ισχύει, μου είπε, όποτε ξαναπάω και χαιρετηθήκαμε.

Όποτε ξαναπάω... Ναι, ξέρω τώρα ποιο μέρος θα αναζητήσω πρώτα στην επόμενη επίσκεψη στο Μπατούμι. Κοχλάζουν ολοζώντανοι οι στίχοι του ποιητή, “Οι περασμένοι έρωτες κρυφομιλούνε, αισθήματα λησμονημένα ξαναζούνε, μες στων κυμάτων τον γλυκόν ανασασμό.”

Εικόνα αρχής: Giorgi Nakashidze


Διαβάστε επίσης: