ΣΙΓΝΑΓΙ - Η ΠΟΛΗ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ


ΚΑΡΤ ΠΟΣΤΑΛ ΑΠΟ ΤΗ ΓΕΩΡΓΙΑ #5

Ένα απόγευμα ντυμένο με τα πιο όμορφα χρώματα της νεαρής άνοιξης, λουσμένο στο φως ενός γλυκού ήλιου καθισμένου με περισσή μεγαλοπρέπεια στον λευκό θρόνο του Καυκάσου. Ένα απόγευμα που το αιώνιο και πάντα νέο τραγούδι του ανέμου σιγοντάρει τα αργά βήματα των ανθρώπων· κι εκείνοι, σαν μέλη μιας τεράστιας πολυφωνικής χορωδίας, δίνουν φωνή στις ανάσες του ουρανού. Ένα απόγευμα σαν όλα τα απογεύματα του χρόνου και των χρόνων. Πώς να είναι άραγε η καθημερινή ζωή στο Σιγνάγι;

Δεν απορούσα τόσο, ούτε καν αναρωτιόμουν, όσο ζήλευα. Τις βόλτες στο ατέλειωτο λιθόστρωτο των δρόμων, τα γέλια απ' τις παρέες στις μικρές πλατείες, γύρω απ' τα πολλά διάσπαρτα αγάλματα και το όμορφο κυκλικό σιντριβάνι με το καμαρωτό ελάφι στην κορυφή του. Πώς είναι άραγε να είσαι ερωτευμένος, ήδη μέσα σε τόση ομορφιά σ' αυτή την πόλη της αγάπης, όπως την αποκαλούν χαϊδευτικότατα οι Γεωργιανοί.

Δικαιολογήστε με, παρασύρθηκα απ' τις πολλές εικόνες που κατέκλυσαν το μυαλό μου ενθυμούμενος το Σιγνάγι και ξεκίνησα κάπως απότομα.

Πόλη μικρή και ήσυχη, με λίγους κατοίκους, χτισμένη σε εύφορη ημιορεινή τοποθεσία με πλούσια φύση και φιλόξενο κλίμα σχεδόν όλο το χρόνο και όχι πολύ μακριά από την πρωτεύουσα, το Σιγνάγι είναι ευλογημένο με τα καλύτερα προικιά για να χαρακτηριστεί ιδανικός τόπος απόδρασης. Και επειδή, όπως είπαμε και άλλη φορά, οι λέξεις μέσα τους κρύβουν ιστορία, αξίζει να γνωρίζουμε πως το τοπωνύμιο Σιγνάγι, προήλθε από την τουρκική λέξη siginak, που στα ελληνικά σημαίνει καταφύγιο.

Η περιοχή κατοικείται από τα παλαιολιθικά χρόνια και αναπτύχθηκε σε σημαντικό οικισμό, ωστόσο η κυρίως πόλη κατασκευάστηκε τον 18ο αιώνα, την εποχή του βασιλιά Ηρακλή Β', ενός μονάρχη που συνέδεσε το όνομά του με την πρώτη κάπως πιο σημαντική μετοικεσία Ελλήνων από τα εδάφη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στην περιοχή του Καυκάσου. Στο δεύτερο μισό του 18ου αιώνα, ο Ηρακλής Β' αποφάσισε να ανοίξει ξανά παλιά χρυσωρυχεία και ασημωρυχεία που βρίσκονταν στην περιοχή της Αχτάλας, προσελκύοντας έτσι πολλούς έμπειρους Έλληνες μεταλλωρύχους από τον Πόντο, κυρίως από την Θεοδοσιούπολη (Ερζερούμ) και την Αργυρούπολη (Γκιουμουσχανέ), περιοχές που γειτνίαζαν με το Βασίλειο του Καχέτι.


Επιστρέφουμε στο σήμερα. Τα τελευταία χρόνια, το Σιγνάγι, έχει γίνει ένας από τους δημοφιλέστερους τουριστικούς προορισμούς στη Γεωργία. Μετά από ένα πολύ μεγάλο πρόγραμμα ανακατασκευής της πόλης που ολοκλήρωσε επιτυχημένα η πολιτεία με τη συγχρηματοδότηση διαφόρων οργανισμών, το Σιγνάγι έχει αποκτήσει μια ρετρό γοητεία που σίγουρα συγκινεί τον επισκέπτη. Τα σπίτια στις περισσότερες γειτονιές έχουν ανακτήσει στοιχεία παραδοσιακής αρχιτεκτονικής, κυρίως στις προσόψεις και τις βεράντες, ενώ οι δρόμοι και όλοι οι δημόσιοι χώροι έχουν διαμορφωθεί κατάλληλα, ώστε να προσφέρουν εικόνες από το παρελθόν. Η πόλη όμως δε φιλοδοξεί στο ελάχιστο να παραμείνει ένα απέραντο μουσείο. Αναδεικνύει με περηφάνια το χθες της ζώντας στο σήμερα και κοιτώντας αισιόδοξα το μέλλον, σε απόλυτη αρμονία με το τοπίο και τη φύση που την περιβάλλει, καταφέρνοντας παράλληλα να προσφέρει στους λίγους κατοίκους της και μια ξεχωριστή ποιότητα ζωής – τουλάχιστον στα δικά μου μάτια και με τα δικά μου κριτήρια.

Ίσως το πιο ξεχωριστό και εντυπωσιακό αξιοθέατο στο Σιγνάγι, είναι το μεγάλο φρούριο της πόλης, που χτίστηκε επίσης από τον Ηρακλή Β' – φυσικά πλήρως ανακατασκευασμένο κι αυτό σήμερα. Τα τείχη του έχουν μήκος 5 χιλιόμετρα και περικλείουν έκταση περίπου 40 εκταρίων. Αποτελείται από 23 πύργους και 8 πύλες, ενώ κάθε πύργος είχε πάρει το όνομα κάποιου από τα κοντινά στο Σιγνάγι χωριά. Η εμπειρία να περπατάς πάνω στα μεσαιωνικά τείχη έχοντας από τη μια μεριά την εικόνα της πόλης και από την άλλη την ασύγκριτη θέα της κοιλάδας του ποταμού Αλαζάνι και στο βάθος της οροσειράς του Μεγάλου Καυκάσου, είναι κάτι παραπάνω από μοναδική.

Μέσα στον μεγαλύτερο από αυτούς τους πύργους, υπάρχει και μια πανέμορφη μικρή εκκλησία, αφιερωμένη στον Άγιο Στέφανο, στην οποία με περίμενε κιόλας μια έκπληξη. Στο δάπεδο της εκκλησίας, το μάτι μου έπεσε σε μια μαρμάρινη πλάκα που μαρτυρούσε την ύπαρξη εκεί ενός τάφου. Πλησιάζοντας και κοιτώντας πιο προσεκτικά, παρατήρησα ότι η πλάκα είχε εγχάρακτη επιγραφή στα ελληνικά και στα γεωργιανά! “ΕΝΘΑΔΕ ΚΕΙΤΑΙ Ο ΔΟΥΛΟΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΔΑΝΙΗΛ ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΗΣ ΙΒΗΡΙΑΣ” κατάφερα να διαβάσω στην ταλαιπωρημένη από τα χρόνια επιγραφή, όμως όσο κι αν αναζήτησα αργότερα στο διαδίκτυο, δεν κατάφερα να βρω πληροφορίες για τον συγκεκριμένο αρχιμανδρίτη.

Ολοκληρώσαμε τη μικρή σε διάρκεια επίσκεψή μας στο Σιγνάγι τρώγοντας κάτω από τα χρώματα του ηλιοβασιλέματος σε ένα υπέροχο εστιατόριο κοντά στον πύργο με τη μικρή εκκλησία. Φτιαγμένο στο ψηλότερο σημείο μιας πλαγιάς και με μια τεράστια, σχεδόν μονοκόμματη, τζαμαρία να βλέπει προς τον Καύκασο, είχαμε την εντύπωση πως κυριολεκτικά πετούσαμε στα σύννεφα. Μπορώ να πω πως γενικά πετούσαμε στα σύννεφα. Εκεί δοκίμασα για πρώτη φορά και ένα από τα γεωργιανά πιάτα που αγάπησα και νοσταλγώ περισσότερο, το λόμπιο, μια συνταγή με πικάντικα μαγειρευτά φασόλια, σερβιρισμένα με παραδοσιακό καλαμποκίσιο ψωμί σε πήλινο σκεύος.
Δε θα μπορούσε να τελειώσει καλύτερα μια τέτοια μέρα.


Δυστυχώς, δεν προλάβαμε να επισκεφθούμε το Ιστορικό Μουσείο του Σιγνάγι, με τα πολύ ενδιαφέροντα -όπως μας είπαν- λαογραφικά εκθέματα, τη μεγάλη νομισματική συλλογή και τους πίνακες σημαντικών γεωργιανών ζωγράφων, ανάμεσά τους και του αγαπημένου μου Λάντο Γκουντιασβίλι. Φυσικά, δεν ξεχνάμε ότι βρισκόμαστε στη Γεωργία, τη χώρα του κρασιού. Η ευρύτερη περιοχή του Καχέτι παράγει μερικές από τις πιο εκλεκτές ντόπιες ποικιλίες, οπότε υποσχέθηκα στον εαυτό μου πως σε μια επόμενη επίσκεψη στο Σιγνάγι θα επιδιώξω να γνωρίσω τις παραδοσιακές τεχνικές οινοποιίας, που στον τόπο αυτόν είναι πανάρχαιες. Με λίγο ψάξιμο, ο κάθε επισκέπτης -είτε μεμονωμένα είτε ως μέρος ενός γκρουπ- μπορεί να βρείτε οινοπαραγωγούς που θα αναλάβουν να τον μυήσουν στη μαγεία της παρασκευής κρασιού και να του ανοίξουν τα κελάρια τους για μια δοκιμή.

Έτσι κι αλλιώς, απ' το Σιγνάγι φύγαμε μεθυσμένοι κι ας μην ήπιαμε κρασί. Από την ατμόσφαιρα, από τη φυσική ομορφιά, από την τόσο διαφορετική αύρα που αυτή η πόλη κρατά μέσα της και τη δίνει δώρο στους επισκέπτες. Τώρα ξέρω, γιατί τις πρώτες μου μέρες στη Γεωργία, φίλοι των παιδιών που με φιλοξενούσαν τους ρωτούσαν αν με πήγαν στο Σιγνάγι και γιατί αργότερα, άλλοι Γεωργιανοί που μαθαίνουν για την επίσκεψή μου στη χώρα τους, με ρωτούν επίσης αν πήγα στο Σιγνάγι. Είναι ίσως γιατί σε έναν τόπο σαν το Σιγνάγι, μέσα στην τόση ομορφιά, μέσα στις φωνές των ανθρώπων που τραγουδούν απ' την ψυχή τους, μέσα στις τόσες γεύσεις και το κρασί, ίσως σε έναν τόπο τέτοιο να βρίσκεται η καρδιά αυτής της χώρας.

Και είναι όμορφη αυτή η καρδιά· μεγάλη και όμορφη.

Διαβάστε επίσης: