ΜΠΟΝΤΜΠΕ - ΣΤΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΝΙΝΟ


ΚΑΡΤ ΠΟΣΤΑΛ ΑΠΟ ΤΗ ΓΕΩΡΓΙΑ #4

«Πού θα πάμε σήμερα;» ρώτησα τον Ζούρα, που ως ο οδηγός της παρέας είχε δικαιωματικά το γενικό πρόσταγμα.
«Πρώτα σ' ένα μοναστήρι και μετά κοντά εκεί, σε μια μικρή πόλη με την ωραιότερη θέα», μου απάντησε, τονίζοντας τις τελευταίες λέξεις και χαμογέλασε.

Τη μέρα εκείνη είχαμε πει να ξυπνήσουμε νωρίτερα. Βέβαια, αυτό το νωρίτερα, με εμένα να έχω απολέσει κάθε έννοια επαφής με το χρόνο και τους φίλους μου να έχουν κανονίσει άδεια απ' τις δουλειές τους τις μέρες που θα ήμουν εκεί, ήταν κάτι το εντελώς ασαφές και σχετικό. Η ευτυχία του να ξυπνάμε ό,τι ώρα θέλουμε κι έπειτα να μαζευόμαστε για να πάρουμε όλοι μαζί καφέ και πρωινό σχολιάζοντας όσα είχαμε δει ή κάνει την προηγούμενη μέρα, ήταν κάτι που δε θέλαμε να στερηθούμε. Ωστόσο, εκείνη τη μέρα, έπρεπε όντως να ξεκινήσουμε νωρίς.

Κατευθυνθήκαμε ανατολικά, παίρνοντας τον εθνικό δρόμο προς το Καχέτι, την ανατολικότερη επαρχία της Γεωργίας. Μετά από περίπου 110 χιλιόμετρα διαδρομής, περνώντας μέσα από εικόνες και τοπία που νομίζεις πως εξιστορούν όλες τις περιόδους και τις εκδοχές αυτής της τόσο γοητευτικής χώρας, φθάσαμε στον πρώτο προορισμό μας, το μοναστήρι του Μπόντμπε.


Η φύση και η γαλήνη αγκαλιάζουν τον επισκέπτη, πριν κιόλας εκείνος περάσει την είσοδο του μοναστηριού, ενός ακόμη μέρους που έχει συνδεθεί με τη ζωή της Αγίας Νίνο. Το κατάφυτο φαράγγι που σχηματίζεται ανάμεσα σε δύο χαμηλού ύψους βουνά, ήταν ο τόπος που η ισαπόστολος, έχοντας επιτελέσει το έργο της διάδοσης της νέας θρησκείας στο βασίλειο του Κάρτλι, επέλεξε να αποσυρθεί για τα υπόλοιπα χρόνια της ζωής της και είναι εκεί που τελικά πέθανε ανάμεσα στο έτος 338 και το 340.

Η παράδοση αναφέρει πως όταν η Αγία Νίνο πέθανε, ο Βασιλιάς Μίριαν ο Γ' θέλησε να μεταφέρει τη σωρό της στο ναό του Σβετιτσχόβελι, στη Μιτσχέτη και να τη θάψει εκεί. Όμως, όποιος και όσο κι αν προσπάθησε, δεν κατάφερε να μετακινήσει το φέρετρο της Αγίας, το οποίο έμοιαζε να είχε γίνει ένα με το έδαφος. Ο Βασιλιάς, θεωρώντας πως ήταν θέλημα Θεού να είναι το Μπόντμπε η τελευταία κατοικία της Αγίας, την έθαψε τελικά εκεί και έχτισε μια εκκλησία στο σημείο της ταφής. Αργότερα, τον 9ο αιώνα, χτίστηκε και το μοναστήρι.

Το μέρος, μοιάζει αληθινά σαν από πάντα προορισμένο και έτοιμο να φιλοξενήσει στα σπλάχνα του τη μνήμη και την κληρονομιά ενός προσώπου σημαντικού και ιερού. Η μητέρα φύση υπήρξε κάτι παραπάνω από απλόχερη στο Μπόντμπε. Το πανέμορφο πυκνό δάσος από έλατα, κυπαρίσσια και πλατάνια που ξεκινάει από την πλαγιά της μονής και απλώνεται στις δυο μεριές της χαράδρας δημιουργεί ένα σκηνικό παραμυθένιο – ένας βατός παράδεισος για τους προσκυνητές κάθε εποχής, που έρχονται εδώ σε αναζήτηση του Θείου ή ενός δικού τους, ίσως, θαύματος.


Μπαίνοντας στο χώρο του μοναστηριού, το πρώτο πράγμα που εντυπωσιάζει αμέσως τον επισκέπτη είναι το καμπαναριό, κατασκευασμένο πάνω σε έναν μεγάλο ανεξάρτητο πύργο που αποτελείται από τρία επίπεδα. Λίγα βήματα απέναντι, βρίσκεται η εκκλησία με τον τάφο της Αγίας Νίνο, ένας ναός όχι πολύ μεγάλος, χτισμένος σε ρυθμό βασιλικής με τρία κλίτη. Η εικόνα της εκκλησίας όπως τη βλέπουμε σήμερα, καθώς και οι πολλές όμορφες αγιογραφίες που κοσμούν το εσωτερικό της, είναι αποτέλεσμα των εκτεταμένων εργασιών ανακατασκευής του μοναστηριού που έγιναν τον 17ο και κυρίως τον 19ο αιώνα – οπότε χτίστηκε επίσης και ο πύργος του καμπαναριού.

Προχωρώντας, προσπεράσαμε το κτήριο με τα κελιά των καλογριών και το αρκετά μεγάλο πωλητήριο με τα βιβλία, τις εικόνες και τα διάφορα αναμνηστικά (κανονικό κατάστημα ήταν) ακολουθώντας τις επιγραφές που έδειχναν το δρόμο προς την ονομαστή θαυματουργή πηγή.

Είναι η ωραιότερη -και δύσκολη ίσως για κάποιους- εμπειρία που μπορείς και αξίζει σίγουρα να ζήσεις στο μοναστήρι του Μπόντμπε. Από το ύψος της πλαγιάς που είναι χτισμένη η μονή, ένα κλιμακωτό μονοπάτι, μια μεγάλη σκάλα ουσιαστικά μήκους τριών χιλιομέτρων, κατηφορίζει μέσα από το δάσος στη χαράδρα όπου βρίσκεται μια μικρή εκκλησία, χτισμένη τη δεκαετία του 1990, αφιερωμένη στους γονείς της Αγίας Νίνο (επίσης αγιοποιημένοι από τη γεωργιανή Εκκλησία) που στεγάζει την πηγή. Χιλιάδες προσκυνητές φθάνουν κάθε χρόνο ως εδώ για να προσευχηθούν και να πιουν από το ιερό νερό. Ο θρύλος λέει πως το νερό άρχισε να αναβλύζει στο σημείο έπειτα από τις συνεχείς προσευχές της Αγίας και αποδείχθηκε θαυματουργό, θεραπεύοντας πολλούς ανθρώπους από διάφορες παθήσεις. Κι αν η κατάβαση ως εκεί φαίνεται σχετικά εύκολη, η ανάβαση ξανά προς το μοναστήρι αποτελεί πρόκληση για τις αντοχές του επισκέπτη. Είναι μια καλή ευκαιρία, με συχνές στάσεις για λίγη ξεκούραση στα παγκάκια που υπάρχουν σε πολλά σημεία του πέτρινου μονοπατιού, να θαυμάσει κανείς την υπέροχη θέα που απλώνει πέρα απ' τη χαράδρα. Η κοιλάδα του ποταμού Αλαζάνι και στο βάθος ο γιγάντιος όγκος της οροσειράς του Μεγάλου Καυκάσου προσφέρουν μια σπάνια εικόνα που εγγράφεται βαθιά στη μνήμη.


Τα νεότερα χρόνια, έχει φτιαχτεί και δρόμος περιμετρικά του βουνού που συνδέει γρήγορα το σημείο με το μοναστήρι. Πλάι στην εκκλησία της πηγής, ταξί περιμένουν να ανεβάσουν για κάμποσα λάρι (αρκετά, για να λέμε του στραβού το δίκιο) τους κουρασμένους ή τους βιαστικούς προσκυνητές. Χάρηκα όταν είδα ότι οι περισσότεροι δεν προτιμούν τα ταξί, παρά ανηφορίζουν με τα πόδια. Το ίδιο αποφασίσαμε να κάνουμε κι εμείς, κι ας φθάσαμε τελικά μετά από ώρα στο μοναστήρι κάθιδροι. Ο ιδρώτας στέγνωσε και χάθηκε πολύ γρήγορα κι ούτε που μας απασχόλησε, η ανάμνηση όμως αυτής της εμπειρίας δε θα χαθεί ποτέ.

Μετά από μερικές ανάσες ξεκούρασης, μια επίσκεψη περισσότερο από περιέργεια σε ένα από τα “καταστήματα” της μονής και περισσότερες αναμνηστικές φωτογραφίες, φύγαμε έχοντας κατά νου να φθάσουμε στον επόμενο προορισμό μας σε καλή ώρα για να τον χαρούμε όσο το δυνατόν περισσότερο. Η ιδέα να σταματήσουμε πρώτα κάπου για να φάμε απορρίφθηκε, θα βολευόμασταν με μερικά πρόχειρα σνακ που είχαμε πάρει μαζί απ' την Τιφλίδα και θα τρώγαμε κατευθείαν το απόγευμα εκεί.

Εκεί, στην “όμορφη μικρή πόλη με την ωραιότερη θέα”, όπως μου είχε πει το πρωί ο Ζούρα, που δεν ήταν πια παρά μονάχα δύο χιλιόμετρα μακριά μας.

Διαβάστε επίσης: