ΤΖΒΑΡΙ - Η ΜΕΓΑΛΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΤΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ


ΚΑΡΤ ΠΟΣΤΑΛ ΑΠΟ ΤΗ ΓΕΩΡΓΙΑ #2

“Πες μου, υπάρχει κάτι που θέλεις εσύ ιδιαίτερα να δεις εδώ;” με ρωτούσε κάποιο βράδυ ο Ζούρα, ένας από τους φίλους στην Τιφλίδα, όταν ακόμα ήμουν στην Αθήνα και συζητούσαμε για το που θα πάμε και το τι θα δούμε. Από τις αμέτρητες εικόνες και τα βίντεο από τη Γεωργία που είχα ήδη δει τον προηγούμενο καιρό, δύο πράγματα είχαν εντυπωθεί δυνατότερα στο μυαλό μου. Τα ορεινά τοπία και οι εκκλησίες.

Σ' όποιον τόπο κι αν ταξιδεύω, επισκέπτομαι εκκλησίες, ειδικά παλιές. Ασχέτως του δικού μου δυνατού ή μη θρησκευτικού αισθήματος, αντιλαμβάνομαι τις εκκλησίες ως ζωντανά κομμάτια της διαχρονικής προσωπογραφίας ενός τόπου. Είναι ίσως επειδή στις εκκλησίες οι περισσότεροι άνθρωποι απελευθερώνουν μια άλλη όψη του εαυτού τους, πιο εύθραυστη, πιο γήινη, θέλω να πιστεύω πιο αληθινή. Εκεί, που υψώνουν με ταπείνωση τα μάτια αναζητώντας την εικόνα του Δημιουργού, εκεί που κι ένας άκαμπτος, εγωκεντρικός χαρακτήρας αφήνεται στην αυτοκριτική, εκεί που χαρές και λύπες κατατίθενται ως τεκμήρια της ένωσής μας με το αιώνιο. Εκεί ακριβώς, το άψυχο κτήριο γίνεται τεράστιος καμβάς που κρατά επάνω του σε πολλαπλές στρώσεις τα πολύχρωμα και πολύπλοκα σημάδια των εποχών.

Περίπου εικοσιπέντε χιλιόμετρα απ' την Τιφλίδα, παίρνοντας το δρόμο προς το Κουταίσι, βρίσκεται ένα απ' τα παλαιότερα και σημαντικότερα θρησκευτικά μνημεία της Γεωργίας, η περίφημη εκκλησία Τζβάρι – που περιέργως αποκαλείται και μοναστήρι, αν και απ' όσο έχω ερευνήσει δεν είχε τέτοια χρήση. Χτισμένη στην κορυφή ενός λόφου (όπως, ας πούμε, ο Αη Γιώργης στον Λυκαβηττό), η εκκλησία επιβλέπει την ιστορική πόλη Μιτσχέτη, την πάλαι ποτέ πρωτεύουσα της αρχαίας Ιβηρίας (ή Κάρτλι). Η εκκλησία του Τζβάρι είναι άρρηκτα δεμένη με την ίδια την ιστορία του χριστιανισμού στη Γεωργία. Τζβάρι στα γεωργιανά σημαίνει σταυρός και σύμφωνα με την παράδοση, εκεί η Αγία Νίνο με τον Βασιλιά Μίριαν τον Γ', ύψωσαν έναν τεράστιο ξύλινο σταυρό μετά την ανακήρυξη του χριστιανισμού ως επίσημης θρησκείας του βασιλείου το έτος 337. Το σημείο μόνο τυχαία δεν επιλέχθηκε, καθώς ήταν τόπος παγανιστικής λατρείας.

Η Ισαπόστολος Αγία Νίνο (ή Νίνα στα ελληνικά), μια μοναχή από την Καππαδοκία που φέρεται να είχε συγγένεια με τον Άγιο Γεώργιο, ήταν η πρώτη που κήρυξε τον χριστιανισμό στη Γεωργία και μέσα από τη διδασκαλία της ο Βασιλιάς Μίριαν έγινε Χριστιανός – την εορτάζει και η ελληνική Εκκλησία στις 14 Ιανουαρίου. Ο σταυρός εκείνος, πάντα σύμφωνα με την παράδοση, ήταν θαυματουργός καθιστώντας το σημείο τόπο προσκυνήματος για πιστούς από την ευρύτερη περιοχή του Καυκάσου. Το 545 πλάι στον σταυρό χτίστηκε ένας μικρός ναός, η “μικρή εκκλησία του Σταυρού”, αλλά αργότερα, μεταξύ του 586 και του 605 κατασκευάστηκε ένας δεύτερος ναός που ονομάστηκε “μεγάλη εκκλησία του Σταυρού”, καθώς του δόθηκε τέτοιο μέγεθος ώστε να περικλείσει τον σταυρό στο εσωτερικό του.

Από τον εθνικό δρόμο κιόλας, ο ναός κατακτά αβίαστα την προσοχή σου. Βλέποντας μια κάπως απότομη και κοφτή πλευρά του λόφου, η εκκλησία από μακριά μοιάζει έτσι χτισμένη στην κορυφή, σαν να μετεωρίζεται ανάμεσα στον κόσμο μας και έναν άλλον, υπεραισθητό. Ένα πραγματικό σημείο αναφοράς για την περιοχή! Φθάνοντας στο λόφο, βγήκαμε με το αυτοκίνητο από τον εθνικό δρόμο και ακολουθήσαμε έναν μικρότερο που μας πήγε ανηφορικά μέχρι κάποιο σημείο, όχι μακριά από το ναό, από το οποίο έπρεπε να συνεχίσουμε με τα πόδια. Ανεβαίνοντας τα πλατιά σκαλιά, η εκκλησία αποκτούσε στα μάτια μου όλο και πιο εντυπωσιακές διαστάσεις, ενώ η όλη περιοχή επιβάλει ησυχία ακόμα και σε ένα μεγάλο γκρουπ τουριστών. Αρκεί να ακούς τον αέρα, να αισθάνεσαι το άγγιγμα του Θείου. Τίποτα άλλο.


Το Τζβάρι είναι τετράκογχος ναός με τρούλο, που φέρνει στο νου τον μετέπειτα χαρακτηριστικό βυζαντινό εγγεγραμμένο σταυροειδή ρυθμό. Στην αψίδα που δημιουργείται πάνω απ' την κύρια είσοδο στη νότια πλευρά, μια υπέροχη ανάγλυφη παράσταση που ονομάζεται “δόξα του Σταυρού” και απεικονίζει δύο αγγέλους δεξιά κι αριστερά από έναν ισοσκελή σταυρό μέσα σε κύκλο, καλωσορίζει τον επισκέπτη. Περπατώντας γύρω από την εκκλησία θαύμασα και άλλες τέτοιες παραστάσεις - απ' ότι έμαθα αργότερα, το Τζβάρι ήταν ο πρώτος γεωργιανός ναός που διακοσμήθηκε με ανάγλυφες παραστάσεις. Στην ανατολική μεριά, εξωτερικά από το ιερό, απεικονίζονται και οι δωρητές, ο πρίγκιπας Στέφανος ο Α', ο αδελφός του, Δημήτριος και ο γιος του, Αδάρνασος. Στον περίβολο χώρο, υπάρχουν επίσης ο παλαιότερος μικρός ναός και τα ερείπια μιας νεότερης οχυρωματικής κατασκευής.



Στο εσωτερικό, η απουσία αγιογραφιών και διακοσμητικών στοιχείων μεγαλώνει νοητά τον χώρο. Ταυτόχρονα η αντίθεση του φωτός που εισβάλει απ' τα τοξωτά παράθυρα πάνω στους σκούρους τοίχους, ενισχύει μια ατμόσφαιρα μυσταγωγίας. Δεν υπάρχουν πολλά να δεις μέσα, αλλά υπάρχουν πολλά που μπορείς να νιώσεις. Στο κέντρο, δεσπόζει η μεγάλη οκτάγωνη βάση στην οποία στηριζόταν ο σταυρός της Αγίας Νίνο, που δεν σώζεται. Πίσω από τη βάση, στέκει ένας άλλος μεγάλος σταυρός, πιο σύγχρονος, με ανάγλυφες απεικονίσεις στην επιφάνειά του. Κοντά στην είσοδο, το βλέμμα μου τράβηξε η εικόνα της Αγίας Νίνο, μια κοινή αγιογραφία που είδα σχεδόν σε όλες τις γεωργιανές εκκλησίες που επισκέφθηκα. Άναψα ένα κεράκι στο μανουάλι με τον χαρακτηριστικό “λοξό” σταυρό από κληματόβεργες της Αγίας και ξαναβγήκα στο εξωτερικό.



Η εκκλησία, που μαζί με άλλα μνημεία της Μιτσχέτης, έχει χαρακτηριστεί από το 1994 “Μνημείο Παγκόσμιας Κληρονομιάς” από την UNESCO, ανακατασκευάστηκε και χρησιμοποιείται σήμερα κανονικά, όμως εμένα, να πω την αλήθεια, με ξένισε το σύγχρονο τέμπλο του ιερού, ένα πολύ ξερό και άψυχο ξύλινο κατασκεύασμα με κρεμασμένες εικόνες αντί αγιογραφιών. Επίσης, η βάση του σταυρού της Αγίας Νίνο, νομίζω θα έπρεπε να έχει αναδειχθεί καλύτερα. Γενικά, τα “νεότερα” μου φάνηκαν αταίριαστα στην ταυτότητα και τη σημασία ενός τέτοιου ναού.

Δε μπορείς να φύγεις απ' το Τζβάρι αν, εκτός από την εκκλησία, δε σταθείς να θαυμάσεις τη θέα. Μπροστά από το λόφο, ο ποταμός Αράγκβι που έρχεται κάθετα απ' τον Καύκασο, ενώνεται με τον Μτκβάρι που συνεχίζει μαζί του για την Τιφλίδα. Αν η ατμόσφαιρα είναι καθαρή -και την ημέρα εκείνη ήταν- διακρίνεις τις διαφορετικές αποχρώσεις των νερών των δύο ποταμών να χάνονται η μία μέσα στην άλλη, να ενώνονται. Και δεξιά του Αράγκβι, η Μιτσχέτη απλώνεται όμορφη, ήρεμη, υπερήφανη ίσως για την αγάπη που της δείχνουν ντόπιοι, επισκέπτες, αλλά και η ιστορία.


Στεκόμουν και κοιτούσα μαγεμένος, αφήνοντας τον αέρα που με την ώρα είχε δυναμώσει να χτυπά το πρόσωπό μου. Είχα απορροφηθεί, ταξίδευα. Το χέρι του Γκιόργκι στον ώμο μου με επανέφερε στην πραγματικότητα. Μου χαμογέλασε και μου είπε να κοιτάξω ευθεία μπροστά. Ανάμεσα στα σπιτάκια της Μιτσχέτης, ένας τεράστιος εντυπωσιακός ναός.
“Εκεί θα πάμε μετά”, μου είπε.

Διαβάστε επίσης: